- καλολογία
- ηη επιστήμη του καλού, αισθητική: Υπάρχουν βιβλία νεοελληνικής καλολογίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλολογία — η (Μ καλολογία) [καλολογώ] το να εκφράζεται κάποιος κομψά και με γλαφυρότητα νεοελλ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη σπουδή και τη διδασκαλία τού καλού, δηλ. τού ωραίου, αλλ. αισθητική … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
καλαισθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλαισθησία* («καλαισθητική κρίση») 2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία, καλαίσθητος («καλαισθητική διακόσμηση») 3. το θηλ. ως ουσ. η καλαισθητική η φιλοσοφική εποπτεία τού καλού, δηλ. τού ωραίου στην… … Dictionary of Greek
καλολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλολογία, στην αισθητική τού λόγου («καλολογικά στοιχεία τού λογοτεχνήματος») 2. κομψός, γλαφυρός από φραστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Βράιλα Αρμένη] … Dictionary of Greek
Ζαλούχος, Δημήτριος — (1862 – 1927). Νομικός και φυσικομαθηματικός. Διετέλεσε καθηγητής της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης και υφηγητής του φυσικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ίδρυσε την πρώτη πτηνοτροφική σχολή στην Ελλάδα και επινόησε ένα νέο είδος εκκολαπτικών… … Dictionary of Greek
αισθητικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τα αισθητήρια: Οι αισθητικές θηλές των φυτών. 2. αυτός που έχει σχέση με την αισθητική, την επιστήμη του ωραίου: Τα αισθητικά φαινόμενα άρχισαν να μελετιούνται συστηματικά από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλολογία: Βρήκαμε όλα τα καλολογικά στοιχεία του ποιήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)